Στο επάγγελμα των σκαρπάρηδων οι δουλειές γίνονταν με παραγγελίες, γι΄αυτό δεν υπήρχε απασχόληση όλο τον χρόνο, ενώ οι ώρες δουλειάς ήταν απεριόριστες. Σαν επάγγελμα υπήρχε καθιερωμένη αργία τη Δευτέρα που ονομαζόταν Τσαγγαροδευτέρα.
Πάγκος: Τον χρησιμοποιούσαν για την τοποθέτηση των εργαλείων του σκαρπάρη. Γύρω του κάθονταν ο κάλφας,ο μεσόκαλφας και το τσιράκκι που εργάζονταν για την κατασκευή των παπουτσιών.
Καρέκλα (τσαέρα): Ήταν ο παλιός τύπος καρέκλων που χρησιμοποιούνταν στο πάγκο του σκαρπάρη.
Λάμπα του πετρελαίου: Τη χρησιμοποιούσαν για φωτισμό κατά τις νυκτερινές ώρες που συνήθως εργάζονταν οι εργάτες.
Φαρσέττα: Τη χρησιμοποιούσαν για το κόψιμο και το δούλεμα του δέρματος και του σολοδέρματος.
Σπάος και βελόνα ή τρίχα του χοίρου: Τον σπάο αφού τον έκλωθαν με αγκλόστρι και τον άλειφαν με κερί της μέλισσας τον περνούσαν μέσα από την τρύπα της βελόνας ή την τρίχα του χοίρου και τον χρησιμοποιούσαν για το ράψιμο των σόλων των παπουτσιών.
Αγκλόστρι: Το χρησιμοποιούσαν για το κλώσιμο του σπάου.
Σιερόσιη: Το χρησιμοποιούσαν για την προστασία του χεριού από τον σπάο κατά την ώρα που ράβονταν τα παπούτσια.
Σουβλιά (τριών ειδών): Το καμπυλωτό- Το χρησιμοποιούσαν για την ένωση του δέρματος και του βούρδουλου με το ράψιμο.Το σπαθωτό- Το χρησιμοποιούσαν για το ράψιμο του βούρδουλου με τη σόλα και το ίσιο- το χρησιμοποιούσαν για το ράψιμο των άλλων μερών του παπουτσιού σε εποχές που δεν υπήρχαν μηχανές.
Μασάτης: Τον χρησιμοποιούσαν για το ακόνισμα των φαρσέττων.
Μαρτέλλο: Το χρησιμοποιούσαν για το πεστάρισμα του σολοδέρματος στο σίδερο για να γίνεται πιο λεπτό και στερεό.
Κατσαμπρόκκος: Τον χρησιμοποιούσαν για το τρύπημα των σόλων και των τακκουνιών των παπουτσιών, για το κάρφωμα των ξυλόμπροκκων.
Ράσπα: Τη χρησιμοποιούσαν για το καθάρισμα των ξυλόμπροκκων στο εσωτερικό μέρος των παπουτσιών.
Τρυπητήρι: Το χρησιμοποιούσαν για τρύπημα του δέρματος του παπουτσιού στο μπροστινό μέρος.
Ζουμπάς: Τον χρησιμοποιούσαν για την τοποθέτηση των «ππουλιών» στις τρύπες των παπουτσιών από όπου περνούσαν τα κορδόνια.
Τριπόδι: Το χρησιμοποιούσαν, αφού περνούσε μέσα το παπούτσι για πεστάρισμα των σόλων και για κάρφωμα των σπονδυλιών.
Στέκκα ξεφουμαρίσματος: Τη χρησιμοποιούσαν για το γυάλισμα των σόλων και των παπουτσιών.
Λίχνος: Άναβε με οινόπνευμα και τον χρησιμοποιούσαν για να βράζουν το σίδερο και τη μακινέττα για το γυάλισμα των σόλων και των τακκουνιών των παπουτσιών.
Καλαπόδι: Το χρησιμοποιούσαν για το μοντάρισμα του δέρματος, ώστε να παίρνει το παπούτσι το σχήμα που χρειαζόταν, για την τοποθέτηση και το στερέωμα της σόλας και των τακκουνιών.
Μπότες: Άνηκαν στην Μυριάνθη Στυλιανού Ιερίδη από τα Καννάβια, όπου τις φόρεσε αποκλειστικά την ημέρα του γάμου της το 1916. Είναι κατασκευή του μάστρε Ττοφαρή από την Κακοπετριά.